- λοχητικός
- λοχητικός, -ή, -όν (Α) [λοχητής]1. επιτήδειος στο να ελλοχεύει, να ενεδρεύει2. μτφ. πανούργος, δόλιος, επίβουλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοχητικόν — λοχητικός lying in wait masc acc sg λοχητικός lying in wait neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)